νταβατζής

νταβατζής
ο
πληθ. -ήδες (λ. τουρκ.)
1. ο εραστής, ο προστάτης ιεροδούλων, ο παλικαράς.
2. εικονικός πελάτης γύρω από πλανόδιους πωλητές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νταβατζής — και νταβάς, ο (Μ νταβατζής και νταουτζής) νεοελλ. εραστής και εκμεταλλευτής ιεροδούλων, γυναικών που ασκούν την πορνεία μσν. (νομ.) ο ενάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davaci «συνήγορος» < dava «δίκη»] …   Dictionary of Greek

  • Trypes (album) — Infobox Album Name = Trypes Artist = Trypes Longtype = LP Type = studio Released = 1985 Recorded = Agrotikon studio 27 January 1985 29 January 1985 Genre = Rock Duration = 32:47 Label = Ano Kato Records Chronology = Trypes GR Last album = This… …   Wikipedia

  • νταβάς — (I) ο βλ. ταβάς. (II) ο δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dava «δίκη»]. (III) ο βλ. νταβατζής …   Dictionary of Greek

  • νταβατζιλίκι — το 1. η ιδιότητα και οι ασχολίες τού νταβατζή 2. η συμπεριφορά τού νταβατζή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νταβατζής + κατάλ. ιλίκι (πρβλ. δημαρχ ιλίκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”